νεύσιμον

νεύσιμον
νεύσιμον, τὸ (Μ)
νεύμα, γνέψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- τού νεύω (πρβλ. νεύση) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. λύσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”